- αὐτημερόν
- αὐτ-ημερόν, [dialect] Ion. for αὐθημερόν, Hdt.2.122.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αυτημερόν — αὐτημερόν επίρρ. (Α) αυθημερόν. [ΕΤΥΜΟΛ. Ιων. τ. του αυθημερόν] … Dictionary of Greek
αὐτημερόν — αὐθήμερος made masc/fem acc sg (ionic) αὐθήμερος made neut nom/voc/acc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυθημερόν — (AM αὐθημερόν, Α και αὐθήμερα και αὐτημερόν, ιων. τ.) [αυθήμερος] μέσα στην ίδια μέρα, μονομερίς … Dictionary of Greek